Θεσσαλονίκη, Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη,
Παρασκευή, 19 Απριλίου 2013, 8.00 μ.μ.
Παρουσίαση του βιβλίου:
Γιούντιν, μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη,
μυθιστόρημα, σελ. 411, εκδόσεις Άγκυρα
|
Στην έδρα από αριστερά προς τα δεξιά: Ο συντονιστής Στέλιος
Λουκάς, ο συγγραφέας Γιώργος Ρωμανός, ο εισηγητής Ιωάννης Καζάζης, η
εισηγήτρια Λένα Παπαθανασίου.
|
|
Ιωάννης Καζάζης,
Βένια Δενδρινού, Γιώργος Ρωμανός |
|
Φωτογραφίες από το αμφιθέατρο
όπου έγινε η παρουσίαση |
---
Ιωάννης Καζάζης*
Γιώργος Ρωμανός,
Γιούντιν: Μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη,
Μυθιστόρημα. Αθήνα:
Εκδόσεις Άγκυρα
Άρχισα να διαβάζω το μυθιστόρημα Γιούντιν του Γιώργου Ρωμανού όχι απροκατάληπτα: αλλά ως ένας
Θεσσαλονικιός (και με τριγύρισε σε δρόμους και σε πλατείες που τις ήξερα –όπως
δεν τις ήξερα) και ως φιλόλογος (και με περιδιάβασε σε γωνιές και κατατόπια
της αφηγηματικής τέχνης –όπως τα ήξερα και δεν τα ήξερα). Μόνο σαν ιστορικός
δεν μπόρεσα να το ιδώ –για την πλευρά αυτήν νομιμοποιούνται να μιλήσουν οι
ειδικοί. Σαν πολίτες όμως, μπορούμε, και μάλιστα οφείλουμε, όλοι να έχουμε
λόγο.
Περιδιάβαση στο βιβλίο
Είναι η ιστορία των εβραίων αστών
ενοίκων της βίλας Πλανσέ, στου Βότση: του κοσμοπολίτη και εκκοσμικευμένου
παππού Ερρίκου Μπεφόρ και της πολύπαθης γιαγιάς Μαζαλτώφ Χασκί που χάνεται στο
Άουσβιτς˙ των δύο θυγατέρων τους, Αντζέλ και Λέα, και της εγγονής τους από την
Λέα, της Λόρυ. Την ιστορία της οικογένειας ο συγγραφέας την βάζει στο στόμα της
Αντζέλ: την αρχίζει από τον μεσοπόλεμο και την φτάνει ως το 1990, και την
διασταυρώνει με την ιστορία μιας άλλης, χριστιανικής, οικογένειας, του
Παναγιώτη Παυλίδη, του κινηματογραφιστή Ελιάν, αλλά και με άλλα δευτερεύοντα
πρόσωπα.
Στην
Κατοχή, η Λέα, ήδη παντρεμένη με τον επιχειρηματία Μωύς Μπεφόρ, βιώνει τον
μεγάλο έρωτα με τον γιο του Παυλίδη Αλέξανδρο, ενώ το παιδί τους η Λόρυ –που
συλλαμβάνεται στην κόλαση του στρατοπέδου συγκεντρώσεως, έρχεται στη ζωή και,
μετά την επιστροφή της μάνας της που επιβίωσε, μεγαλώνει στη Θεσσαλονίκη
–βολοδέρνει στη βαθιά αλλαγμένη πόλη, ματαίως αναζητώντας την πλήρωση του
κενού, που της δημιούργησαν οι περιστάσεις της ζωής, μέσα από εφήμερους και
νοσηρούς έρωτες –για να οδηγηθεί τελικά στο πλήρες αδιέξοδο.
Η διαγραφή
της μοίρας της οικογένειας, συμπαρασύρει περιγραφές συναρπαστικής φρίκης από
τον εφιάλτη των στρατοπέδων συγκεντρώσεως. Κυρίως όμως, χάρη στην εμμονή του
συγγραφέα στην αναπαραστατική και την ιστορική λεπτομέρεια, ξεπροβάλλει
ολοζώντανα ολόκληρη η πόλη της Θεσσαλονίκης. Καθώς ο ορίζοντάς της σταδιακά
αδειάζει, ερημωμένος από το ισχυρό και πολυπληθές εβραϊκό στοιχείο και
σκοτεινιάζει πια για τα καλά, η ανοιχτή Θεσσαλονίκη της προπολεμικής ποικιλίας
διολισθαίνει πρώτα στην κατοχική στέρηση και την καταδυνάστευση από συνεργάτες,
μαυραγορίτες και αγιογδύτες, και, έπειτα, στην εμφυλιοπολεμική εσωστρέφεια και
φοβικότητα –και καταντά μια επαρχιούπολη. Ουσιαστικά ανεμπόδιστα και ατιμώρητα
τα στρώματα εκείνα που πλούτισαν άνομα μετασχηματίζονται σε πολιτικό
κατεστημένο που έκτοτε τροχοπεδεί την ανάπτυξη της πόλης, μιας πόλης επιπλέον
αποψιλωμένης από τη βαλκανική της οικονομική ενδοχώρα. Ο παράδεισος έχει απολεσθεί.
Τον αναπολεί η Αντζέλ στο κεφάλαιο «Όμορφη Θεσσαλονίκη»:
«Υπήρξε
και για την οικογένειά μας μια εποχή που όλα ήταν διαφορετικά. Πριν από τον
Πόλεμο ζήσαμε χρόνια ευτυχισμένα. Εκείνες τις ανεπανάληπτες εποχές που οι
θείοι, τα ξαδέρφια και οι οικογενειακοί φίλοι γέμιζαν τα σαλόνια και τους
κήπους της βίλας.»(σελ. 124)
Αφήγηση και Περιγραφή
Στο κλίμα του έργου μπήκα σιγά σιγά,
και αφέθηκα να γλιστρήσω στην πικρή απόλαυσή του, ωσότου άρχισε να σχηματίζεται
το διαστροφικά φιλολογικό ερώτημα: πώς, αλήθεια, γράφει λογοτεχνία ένας
εικαστικός καλλιτέχνης; -Γιατί ο Γιώργος Ρωμανός, που εγώ γνώρισα κάποτε, ήταν
ένας ήδη καταξιωμένος ζωγράφος. Πιστεύω ότι το ερώτημα δεν είναι ερώτημα φόρμας
αλλά ουσίας, όπως ελπίζω να φανεί.
Για να το
κάνω, όμως, πρέπει προηγουμένως να σας ξεναγήσω στα εργαλεία που χρησιμοποιώ:
στην «αφήγηση» και την «περιγραφή», τις δύο βασικές έννοιες που οι φιλόλογοι
χρησιμοποιούν, κατ’ αντιστοιχίαν προς τις έννοιες του «χρόνου» και του «χώρου»
που χρησιμοποιούν οι φυσικοί. Θα το κάνω, αντισχολαστικά, διαβάζοντας και
σχολιάζοντας δυο μικρά ποιήματα: πρώτα, ένα οκτάστιχο από τις «Εκατό φωνές» του
Παλαμά
Αγνάντια
το παράθυρο˙ στο βάθος
ο
ουρανός, όλο ουρανός, και τίποτ’ άλλο˙
κι
ανάμεσα, ουρανόζωστον ολόκληρο,
ψηλόλιγνο
ένα κυπαρίσσι˙ τίποτ’ άλλο.
Και
ή ξάστερος ο ουρανός ή μαύρος είναι,
στη
χαρά του γλαυκού, στης τρικυμιάς το σάλο,
όμοια
και πάντα αργολυγάει το κυπαρίσσι,
ήσυχο,
ωραίο, απελπισμένο. Τίποτ’ άλλο.
Εδώ τίποτε
δεν συμβαίνει, τίποτε δεν εξελίσσεται (γι’ αυτό και δεν συναντούμε ούτε ένα
ρήμα δράσης σε οκτώ στίχους). Ο χρόνος απών ή ακινητοποιημένος. Υπάρχει μόνον ο
χώρος: όπου η ματιά, σαν με την
κίνηση της κινηματογραφικής μηχανής, περιγράφει μια εικόνα φύσης ˙ γι’ αυτό
χρησιμοποιούνται σωρευτικά μόνον τα πιο αδρανή γλωσσικά στοιχεία, τα ονοματικά
–ένα πλήθος ουσιαστικά και επίθετα. Κυρίαρχες πρώτες ύλες του, οι στατικές
εικόνες του εξωτερικού και του εσωτερικού χώρου.
Αντίθετα,
στους τέσσερις επόμενους στίχους από τη μεσαιωνική Διήγηση Απολλωνίου του Τυρίου,
υπάρχουν συμβάντα, δράσεις που ξετυλίγονται μέσα στον χρόνο.
Επτά
ημέρας εκάμασιν, την θάλασσαν περνούσιν,
και
μετά ταύτα εγείρεται ο νότος ο
βιαίος,
και
κάμνει κλύδωνα βαρύ και ταραχή, και
σκότος,
κι
επήρεν τους κι ευρέθησαν στον κόλφον της Αττάλειας.
Πρώτη ύλη
του λογοτεχνικού αυτού τρόπου είναι τα γεγονότα. Και των γεγονότων η υλική
υπόσταση είναι χρονική. Και τού είναι αδύνατον να εξιστορήσει όσα συμβαίνουν,
μέσα στη γραμμική διαδοχή τους στον χρόνο (πρώτο, δεύτερο, τρίτο, κ.ο.κ.),
χωρίς να καταφύγει σε συντάξεις όπου κυριαρχούν οι «χρονικές λέξεις», όπως λένε
οι γερμανοί τα ρήματα (Zeitwőrter) –και στο τετράστιχο χωρίο μας έχουμε έξι απανωτά
ρήματα.
Από τους
δύο αυτούς, λοιπόν, διαμετρικά αντίθετους τεχνικούς «τρόπους» κατάγονται τα δύο
(από τα τρία) μείζονα λογοτεχνικά γένη. Στη γραμματικά τριτοπρόσωπη αφήγηση «γεγονότων» αντιστοιχεί ως
λογοτεχνική έκφραση το γένος έπος, όπως
και όλα τα εξ αυτού παραγόμενα λογοτεχνικά είδη (λ.χ. το μυθιστόρημα)/ ενώ στην
περιγραφή «πραγμάτων» και καταστάσεων
του εξωτερικού και του εσωτερικού κόσμου, κατάγεται το γένος της λυρικής ποίησης, με όλα τα είδη και τα υποείδη της.
Βέβαια,
στην πραγματικότητα, τα καθαρά και απολύτως άμεικτα γένη και είδη σπανίζουν. Η
ομορφιά της ζωής υπερβαίνει τις τεχνητές διακρίσεις του σπουδαστηρίου. Γι’
αυτό, όπως οι φυσικοί μιλούν για έναν ενιαίο
χωρόχρονο, ευστοχότερο θα ήταν (ελλείψει
καταλληλότερου όρου) να μιλούμε και για μια δισυπόστατη «αφήγηση-περιγραφή».
(Μερικοί μιλούν για «λυρική αφήγηση».)
Αν η
αφήγηση, λοιπόν, στην οποία κατά βάση θητεύει το λογοτεχνικό είδος μυθιστόρημα, είναι ο κυρίαρχος τρόπος στον οποίο υπακούει και το Γιούντιν, πώς άραγε την χειρίστηκε ως
συγγραφέας ένας άνθρωπος των εικόνων, ο εικαστικός Ρωμανός; Που –όπως
εξομολογείται ο ίδιος— το «μυαλό του έβλεπε σε εικόνες» και που «ό, τι δεν
έβλεπ(ε) ήταν σαν να μην υπήρχε» (σ. 213, 217).
Στη
συνέχεια επισημαίνω (α) την πυκνή παρουσία του εικονικού στοιχείου στην
αφήγηση, (β) τη συχνή μετάλλαξη της φυσικής εικόνας σε εικόνα μετα-φυσική,
ψυχική ή και συμβολική, και (γ) την τροπή που παίρνει ο αφηγηματικός τρόπος
συνολικά, υπό την πίεση της υπέρβαρης περιγραφικής εικονοποιίας. Πιο
συγκεκριμένα:
1. Το μυθιστόρημα ανοίγει με μια εικόνα, που θυμίζει
κορνιζωμένη προσωπογραφία: «Η πόρτα
άνοιξε με πάταγο, χτύπησε στον τοίχο, είδα τη Λόρυ στο πλαίσιο της κάσας να
κρατά τις τρεις φωτογραφίες, ανοιχτή βεντάλια στο χέρι, αμήχανη από το ξαφνικό
ρεύμα που συνόδεψε την είσοδό της στο γραφείο μου.» . --Και κλείνει πάλι με
μια εικόνα, που ανακαλεί τοπιογραφία: «Αχνοφέγγει
πάνω από την πόλη. Φως.». Πίνακες οι πρώτες και οι τελευταίες του λέξεις.
Η πρώτη μου, λοιπόν, παρατήρηση είναι η
αντιστροφή των αναμενόμενων αναλογιών απ’ άκρη σ’ άκρη του έργου: για το
λογοτεχνικό είδος όπου ανήκει το μυθιστόρημα αυτό, την ιστορική μαρτυρία˙ εκεί όπου
θα περιμέναμε αυξημένη δοσολογία αφήγησης, συχνά παίρνουμε πολύ περισσότερη
περιγραφή παρά αφήγηση: το Γιούντιν
είναι κατάφορτο από περιγραφές:
χαρακτηριστική η τιτλοφόρηση των κεφαλαίων: Θεσσαλονίκη,
πόλη-καράβι˙ Στα νερά του Θερμαϊκού, Το κήτος, Παιχνίδι σκιών, Ένας καθρέφτης,
Δύο φωτογραφίες για τη Λόρυ, Το πρώτο μοντάζ, Το δεύτερο μοντάζ κ.ο.κ.
Αναρίθμητες
παράγραφοι κυβερνιούνται από ρήματα όρασης (είδα,
βλέπει, κ.λ.): τα γεγονότα δεν
συμβαίνουν ˙ παρά μόνον στο μέτρο που συγκεκριμένοι άνθρωποι τα βλέπουν και τα
περιγράφουν –ως ιστορία στον ξύπνο τους, σαν όνειρα (που κι αυτά υπάρχουν) στον
ύπνο τους.
Στο κείμενο
παρεντίθενται και εικαστικά (κυρίως
φωτογραφικά) στοιχεία-μαρτυρίες: Η φωτογραφία του Μωύς και της Λέα με τη Λόρυ
βρέφος εν έτει 1945 υπομνηματίζει με συγκλονιστική ευστοχία τη διαταραγμένη
σχέση του ζεύγους και προοιωνίζει δυσοίωνη την εξέλιξη της άτυχης μικρής (97)˙ από
την άλλη, η πόλη, με το άδειο υπόλευκο τής καρτ-ποστάλ της σελίδας 389,
μεταγγίζει στον θεατή άμεσα τον εφιαλτικό συμβολισμό της.
2. Ακόμη σπουδαιότερο όμως θεωρώ τον τρόπο που
αρμολογούνται τα περιγραφικά στοιχεία στο αφηγηματικό μωσαϊκό και το πώς
λειτουργούν:
« Ένα πρωί σηκωθήκαμε ως συνήθως ενώ ήταν ακόμη πίσσα
σκοτάδι έξω. Βγήκαμε σκουντουφλώντας. Στο προαύλιο άηχη βροχή, πυκνή, μυριάδες
λεπτές κλωστές. Τα ξυλοπάπουτσα που φορούσα βούλιαξαν στη λάσπη και ένιωσα να
υγραίνονται τα πόδια μου μέσα στις κάλτσες που όταν κοιμόμουν τις φύλαγα κατάσαρκα,
για να μη μου τις κλέψουν. Οι περισσότερες κυκλοφορούσαν ξεκάλτσωτες, με
πληγιασμένα πόδια.» (235)
«Περιγραφή»,
κατά τον ορισμό μου, εκατό τοις εκατό, που έρχεται να κολλήσει στην
προσχηματική, όπως θα αποδειχτεί στη συνέχεια, αφήγηση ως η χρονική της
προϋπόθεση (με την αιτιατική του χρόνου ένα
πρωί). Κυριαρχούν τα ονοματικά (ουσιαστικά,
επίθετα, ή «ισοδύναμα επιθετικά» στοιχεία, όπως οι αναφορικές προτάσεις). Ακόμη
και τα λιγοστά ρήματα (εκτός από δύο πρώτα που είναι σε χρόνο αόριστο, σηκωθήκαμε, βγήκαμε), επίτηδες βαλμένα σε χρόνο παρατατικό, για να δηλώσουν
εικόνες παρατεινόμενης στατικότητας˙ εικόνες που, στην καθημερινή επανάληψή
τους, έχουν σχεδόν παγώσει, και καταντήσει σαν ουσιαστικοποιημένες (αν λέγεται
αυτό). Έτσι συμπλέκεται εδώ με την αφήγηση η περιγραφή –ένα ατόφιο εικαστικό
κομμάτι, ένας πίνακας πολυπρόσωπος, με όλες τις ρεαλιστικές του λεπτομέρειες.
3. Συνεχίζω την ανάγνωση της παραγράφου: σε ολόκληρο το
υποκεφάλαιο των σελίδων 235-43, όπου ανήκει η εικόνα της πρωινής αναφοράς,
δεν συμβαίνει σχεδόν τίποτε ιδιαίτερο –εκτός στις τελευταίες τέσσερις
λέξεις. Απολύτως συνήθη όλα στη ζωή του στρατοπέδου, με τα μονίμως αγριεμένα
στοιχεία της γερμανικής χειμερινής φύσης να μεταφράζονται σε εικόνες υπερθετικής
φυσικής εξαθλίωσης και εξουθένωσης του ανθρώπου (ως θύματος), και απόλυτης
εκβαρβάρωσης του ανθρώπου (ως θύτη).
–Με τρόπο σχεδόν τυπικό για το είδος,
δεν είναι σπάνια η αναγωγή, στο πλαίσιο της λυρικής περιγραφής, του φυσικού όχι
μόνον σε ψυχικό αλλά και σε συμβολικό επίπεδο. –Το είδαμε στο οκτάστιχο του
Παλαμά που παραθέσαμε, όπου η φυσική εικόνα του κυπαρισσιού, προικοδοτημένη, καταληκτικά,
με επίθετα κατάλληλα για άνθρωπο (όπως «ήσυχο, ωραίο, απελπισμένο») ανακαλεί
αδήλωτα το σύμβολο των κοιμητηρίων. Το δείχνει και το τέταρτο κεφάλαιο του Γιούντιν (σελ. 32-40), όπου το κήτος που
ξεβράζεται στην παραλία, με τις τερατικές του φυσικές διαστάσεις, κατανοείται
ως σύμβολο της εμφύλιας διαμάχης που απειλεί μια ολόκληρη πόλη:
«κάποιοι, λίγοι κατάλαβαν ότι το κήτος
συμβόλιζε τον εμφύλιο και πως ή θα μας έδινε μια με την ουρά του και θα μας
αφάνιζε ολοκληρωτικά, ή που θα έπλεε μακριά χαράζοντας με την παρουσία του τις
μνήμες μας για πάντα».
Όπως και έπλευσε
τελικά μακριά, όταν την κατάσταση τη σώζει ένα κοριτσάκι –που δεν είναι άλλο
από τη μικρή Λόρυ.
Πυκνές
συστοιχίες σχηματίζουν οι αυτοτελείς εικόνες, που σαν βινιέτες, κλεισμένες σε
μικρές παραγράφους, αρμαθιάζονται η μία μετά την άλλη, χωρίς όμως να αυτοεξαντλούνται˙
αντίθετα, αφήνουν να περάσει από μέσα τους –μέσα από τον δρόμο του κοινού και
του συνηθισμένου!– η πορεία προς το συγκλονιστικό και το αναπάντεχο που
επίκειται, και που δεν είναι άλλο από την κορυφαία στιγμή της επανασύνδεσης,
στο στρατόπεδο, του κύριου ερωτικού ζεύγους Λέας και Αλεξάνδρου που είχαν
βάναυσα αποχωριστεί αλλήλων στη γενέθλια πόλη. Επίτηδες θαρρείς συσσωρεύονται
τόσες εικόνες, σαν για να παραταθεί το βασανιστήριο της πορείας και να καθυστερήσει
σκοπίμως η ροή της δράσης˙ καθυστέρηση, παράταση, παρεκβάσεις, όλα συνωμοτούν
για τη δημιουργία ενός δραματικού crescendo.
Ο εικαστικός σωρείτης στην υπηρεσία της δραματικής αφήγησης. Γιατί, ενώ, υπό το
βάρος της περιγραφής, η αφήγηση φαίνεται αρχικά να υποχωρεί, τελικά οι δύο τρόποι σωφιλιάζονται για το κοινό
αισθητικό αποτέλεσμα. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τη δ ρ α μ α τ ο π ο ι η μ έ ν
η αφηγηματική δομή του κεφαλαίου: όπου η συσσώρευση εικαστικού πλούτου, ενός
οιωνού όπως η τυχαία ή μοιραία εύρεση του πουκάμισου του Αλέξανδρου και άλλες παρεκβάσεις
συνθέτουν μια δυσοίωνη μουσική υπόκρουση, που φέρνει σιγά σιγά κοντά το
κορυφαίο ερωτικό ζεύγος του μυθιστορήματος, που αναπάντεχα αντικρίζονται: Τον γνώρισα. Ο Αλέξανδρος.
4. Την κορυφαία όμως συνθετική επινόηση, την αποθέωση
της εικαστικότητας την εντοπίζω στον ελιγμό του ζωγράφου-συγγραφέα να
προσποιηθεί ότι αναθέτει την αφήγηση στον κινηματογραφικό φακό του Ελιάν, πού
συλλέγει το υλικό του από τις αφηγήσεις των προσώπων και ξέρει να τις χειριστεί
τάχα με το καταλληλότερο μέσο για τη διεκπεραίωση του έργου του λογοτεχνικού
αφηγητή. Και όντως, η προσποίηση πιάνει: η αφήγηση συνυφαίνει κοντινά πλάνα
με τις μεγεθυσμένες λεπτομέρειές τους με άλλα, μεσαία και μακρινότερα, για τις
μεγαλύτερες επιφάνειες χώρου-χρόνου, κατά τις εκάστοτε αφηγηματικο-περιγραφικές
ανάγκες του έργου. Έχουμε την εντύπωση ότι η εικόνα προωθείται αποφασιστικά στο
προσκήνιο, σαν για να υποκλέψει τον ρόλο του αφηγητή-περιγραφέα –ως τη στιγμή
εκείνη που διαβάζουμε στην αρχή του κεφαλαίου «Ο σκηνοθέτης» την ομολογία του:
Δεν
νομίζω πως έχει νόημα να κρύβομαι άλλο… Με λένε Ελιάν Καζάκογλου. Και ό,τι
διαβάσατε μέχρι τώρα εγώ το έγραψα. Με τη Λόρυ είμασταν ζευγάρι (…).
Γνώρισα την Αντζέλ, που για μένα δεν είναι μόνο μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη, την θεωρώ μια Τορά άσβεστης μνήμης
(…) Ακόμη συναντήθηκα και μίλησα με τον Αλέξανδρο, τη Φραγκίσκη,
μέχρι και με τον Αφού. (…) Από την (Αντζέλ) κατάλαβα καλά τη σημασία που
έχει το «αν αυτοί που σε πρόδωσαν δεν σε έκαναν καλύτερο, τότε είσαι ολοκληρωτικά
χαμένος». (σελ. 352)
Η
ψευδαίσθηση της υπεροχής του κινηματογράφου, της τέχνης του 20ού αιώνα,
αποσυντίθεται μετά την ομολογία αυτήν, που κάνει τον αναγνώστη να συνειδητοποιήσει
απότομα ότι όλα όσα «έγιναν» έγιναν με τον λόγο και μόνον, μέσα από την τέχνη του
λόγου(!). Τι κι αν η αποκάλυψη της μπλόφας έρχεται ύστερα από 350 σελίδες
…κειμένου. Τι κι αν ο Ελιάν δηλώνει μετά ότι η ταινία όντως έγινε, και ότι μάλιστα
βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ της Δράμας. –Η επιτυχία ανήκει στο μυθιστόρημα, είναι ο
θρίαμβος της τέχνης του λόγου.
*Ο Ιωάννης Καζάζης
είναι καθηγητής φιλολογίας του Α.Π.Θ.